αμάλωτος

αμάλωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τον μάλωσαν, που δεν επιπλήχθηκε: Ό,τι κι αν έκανε το παιδί, το άφηναν αμάλωτο.
2. αυτός που δε μάλωσε με άλλον: Είμαστε φίλοι παλιοί κι αμάλωτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμάλωτος — η, ο [μαλώνω] 1. αυτός που δεν τόν μάλωσαν, δεν τόν επέπληξαν 2. αυτός που δεν φιλονίκησε με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”